< ἐναποσφηνόω
ἐναποσφραγίζω >
ἐναποσφίγγω
apretar
,
tensar
en v. pas.
ἑκάστη δὲ τῶν χορδῶν ... διῃρημένως ἐναπεσφίγγετο
Ath.Al.M.27.548A.