< ἐναποστάζω
ἐναποστηρίζομαι >
ἐναποστέγω
contener
,
reprimir
ἐναποστέγειν ἔνδον ἑαυτῆς τὸ αἷμα
Gal.7.709,
τὸ ἔμφυτον θερμόν
Gal.15.180.