ἐναποσημαίνω
I notificar, dar parte de
πονηρεύματα ... οὐ δεῖ ... ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳPlu.Cim.2, en v. pas.
τὰ ἐναποσημεν[όμεν]α ἁλιευτικὰ πλοῖαStud.Pal.22.183.36 (II d.C.).
II en v. med.
1 indicar, marcar
σεισμοὶ ... τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν ἐναπεσημήναντο τοῖς τμήμασιPhilostr.Im.2.17.4.
2 precisar
ὥσπερ ἐναποσημαινόμενοςde un texto bíblico, Ph.1.291.