ἐναποσβέννυμι
1 tr. apagar materiales inflamados o incandescentes
τοὺς λίθουςref. las brasas empleadas en una fumigación, Hp.Mul.1.75,
σίδηρον πυρακτώσας ἐναπόσβεσον ὕδατιGal.14.377
•extinguir
τὴν θερμότηταArist.Pr.937b13.
2 intr. en v. med.-pas. apagarse, extinguirse
πῦρArist.Mete.369b16, cf. Hld.2.3.2,
ἐναποσβεσθείσης τιτάνου πεφαρμαγμένος (οἶνος)vino emponzoñado con cal muerta Afric.Cest.1.2.110, fig.
ἐναπεσβέσθη τὰ τῆς ἐπιθυμίαςHld.1.15.8,
τῷ θανάτῳ ἡ δύναμιςGr.Nyss.Apoll.137.13.