< ἐναπονίπτω
ἐναποξύομαι >
ἐναποξηραίνω
secarse
en v. pas.
ὅταν ἐν τῇ διπλόῃ τοῦ ὀστέου ὑπογενόμενον φλέγμα ἐναποξηρανθῇ
Hp.
Morb
.2.7.