ἐναπονίζομαι
• Morfología: [tard. act. Chor.Or.1.74]


lavarse ποδανιπτὴρ ... ἐν τῷ ... τοὺς πόδας ἐναπονίζοντο una jofaina en la que se lavaban los pies Hdt.2.172, ἐς ποταμὸν ... οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται Hdt.1.138, τὰ πρόσωπα Agath.2.24.11, αὑτῷ ... ἐναπονίζει τὼ χεῖρε Chor.l.c.
abs. lavarse, bañarse τοὺς ... ποταμῷ ... ἐναπονιζομένους θανάτῳ ζημιοῦσιν Par.Vat.40.