< ἐναπομύττομαι
ἐναπονέμω >
ἐναπονεκρόομαι
sucumbir
,
morir
fig.
αἱ διὰ τὴν πονηρίαν ἐναπονεκρωθεῖσαι ψυχαί
Basil.M.29.448B.