ἐναπομόργνυμαι


1 dejar como impronta, imprimir βαρύτητα καὶ μιασμὸν ἐναπομόργνυται ... ἡ ἀπόλαυσις Iambl.Myst.5.3, cf. Synes.Insomn.7, c. dat. ταῖς ψυχαῖς μίση καὶ ἔρωτας Synes.Insomn.19 (p.156), (τὰς νόσους) ὅσας ἐναπομόργνυται τῇ ψυχῇ cuantas (enfermedades) imprime en el alma una vida de placeres, Chrys.Virg.71, c. ἐν y dat. τὰ πάθη ... ἐναπομόργνυταί τινα ἐν τῷ πνεύματι κακίαν Procl.Phil.Chal.3, en v. pas. c. εἰς y ac. τῆς ἐναπομορχθείσης φαντασίας εἰς τὴν τῆς ψυχῆς ὑποδοχήν de la imagen impresa en el receptáculo del alma Longin.Fr.Mem.97, ἐκ τῆς προσπαθείας ἐναπομόργνυται τύπος τῆς φαντασίας εἰς τὸ πνεῦμα Porph.Sent.29.

2 dar la impresión de, parecer (τερατολογίαι) ἀτοπίαν δεινὴν ἐναπομόργνυνται ταῖς ἀτελέσι τῶν ψυχῶν Dion.Ar.Ep.9.1.