< ἐναπόκειμαι
ἐναποκίχραμαι >
ἐναποκινδυνεύω
correr el riesgo con
παντὶ τῷ στόλῳ
D.C.49.2.2,
τῷ παιδί
I.
AI
2.219, cf. Hsch.s.u.
παραβαλλόμενος
.