< ἐναποθνῄσκω
ἐναποικοδομέω >
ἐναποθραύω
romper dentro de
c. dat.
κυλινδουμένους περὶ τοῖς ὀιστοῖς ἐ. τοῖς τραύμασι
Plu.
Crass
.25.