ἐναποθησαυρίζω
depositar en, guardar en c. ac. y dat.
βραχυλογίᾳ τινὶ ἐναποθησαυρίζων ... θεωρίας ἔκτασινIambl.VP 162, en v. pas.
ὅσα δι' ὁράσεως καὶ ἀκοῆς ... ἐντίθεται καὶ ἐναποθησαυρίζεταιChrysipp.Stoic.2.150.16, cf. Mac.Aeg.Serm.B 29.2.5, 63.2.2.