< ἐναποβάλλω
ἐναποβιόω >
ἐναποβάπτω
sumergir en
c. ac. y dat.
τὸν πρίονα ... ὕδατι ψυχρῷ
Hp.
VC
21, cf. Dsc.
Eup
.1.56, Gal.6.539, 636.