ἐναποβρέχω
poner en remojo en, sumergir en
ταῦτα ... ἀποπλῦναι οἴνῳ αὐστηρῷ, κηκῖδας ἐναποβρέξαςHp.Haem.4,
τρεῖς ἡμέρας ... τοῦτο (sc. τὸ σπέρμα) σησαμίνῳ ἐλαίῳGp.12.19.2, en v. pas.
ἐναποβρεχομένων τῷ γλεύκει στροβίλωνDsc.5.35,
ὄξει ἐναποβεβρεγμένου κόμμεωςHeraclid.37.