ἐναποβλέπω
fijarse en c. dat.
τῷ τῆς ἡλικίας αὐτοῦ παλαιῷEus.HE 4.15.13
•c. or. complet. observar, fijarse
ἐναπόβλεπε εἰ γέγονε λευκά (τὰ πινάρια)PHolm.11.
τῷ τῆς ἡλικίας αὐτοῦ παλαιῷEus.HE 4.15.13
ἐναπόβλεπε εἰ γέγονε λευκά (τὰ πινάρια)PHolm.11.