< ἐναντιότροπος
ἐναντιόφημος >
ἐναντιοφανής
,
-ές
contrario en apariencia
τὸ ἔπος
Sch.E.
Or
.424,
διδασκαλία
Cat
.1
Ep.Io
.3.2 (p.122.13).