< ἐναντιολογία
ἐναντιοματάρης >
ἐναντιολόγος
,
-ον
que se opone
,
oponente
οὐχ ὡς ἀγνώμων οὐδὲ ὡς ἐ.
Simp.
in Cael
.57.14, cf. 58.15,
in Ph
.131.31.