ἐναντιογνώμων, -ον
1 que tiene una opinión contraria
ἐναντιόβουλοι καὶ ἐναντιογνώμονεςVett.Val.60.15.
2 implacable, inflexible, severo
glos. a ἀγνώμονεςSch.S.OC 86P.
ἐναντιόβουλοι καὶ ἐναντιογνώμονεςVett.Val.60.15.
glos. a ἀγνώμονεςSch.S.OC 86P.