< ἐναναστρέφομαι
ἐνανειλέω >
ἐναναψύχω
refrescarse
,
recrearse en
c. dat.
(ἡ ψυχή) τῇ δρόσῳ τῆς εὐλογίας ἐναναψύχουσα
Gr.Nyss.
Infant
.73.17.