< ἐναλλάκτης
ἐναλλάξ >
ἐναλλακτικός
,
-ή, -όν
1
perverso
,
injurioso
ῥήματα
Aq.
De
.22.14.
2
que altera
,
que cambia
προαιρέσεως ἐ. σχέσις
Placit
.1.29.1.