ἐναλαζονεύομαι
jactarse, vanagloriarse c. dat.
μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον]εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένωνDidym.Gen.180.4,
glos. a ἐλλαμπρύνομαιSch.Th.6.12.
μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον]εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένωνDidym.Gen.180.4,
glos. a ἐλλαμπρύνομαιSch.Th.6.12.