< ἐνάκις
ἐνακισχίλιοι >
ἐνακισμύριοι
,
-αι, -α
• Alolema(s):
ἐννα-
Ptol.
Geog
.7.5.15
noventa mil
πεζοί
App.
Hann
.4,
στάδιοι
Ptol.l.c.