< ἐναισχύνομαι
ἐναίτιος >
ἐναιτέω
jur.
reclamar
en justicia, trad. de lat.
inrogare
ὅσοις κατὰ τοῦτο τὸν νόμον χρήματα ἐναιτήσει<ν> καὶ κρίνεσθαι ἐξῇ
FD
4.37C.24 (I a.C.).