< ἐνᾰγώνιος
ἐναγωνιστέον >
ἐναγώνισις
,
-εως, ἡ
disposición al combate
μία ... ἁπάντων προθυμία τε καὶ ... ἐ. ἦν
Procop.
Goth
.4.32.12.