ἐναγωνίζομαι
• Morfología: [jón. fut. ἐναγωνιεῦμαι Hdt.3.83]
1 competir, tomar parte en una competición c. dat. de pers.
ἐγὼ μέν νυν ὑμῖν οὐκ ἐπαγωνιεῦμαιHdt.l.c.,
ἐπειρώτων τοὺς Ἡλείους εἴ σφι οἱ πολιῆται ἐναγωνίζονταιpreguntaban a los eleos si sus ciudadanos entraban en las competiciones Hdt.2.160, en un certamen musical Corp.Herm.18.2, fig.
σοῦ κατὰ τὸ τῆς ἀρετῆς στάδιον καλῶς ἐναγωνιζομένου τῷ θείῳ δρόμῳGr.Nyss.V.Mos.2.1
•en certámenes teatrales, de actores salir a escena, actuar
ὥσπερ ἐκεῖ ἔξοδος ἐκ τῆς σκήνης παντελὴς τότε, εἰσύστερον πάλιν ἥξοντος ἐναγωνίσασθαιPlot.3.2.15
•de donde fig. de un rétor presentarse en público
κόψαι ... τὰ ... θέατρα μελέταις ἐναγωνιζόμενονpara aburrir a los auditorios presentándose con sus declamaciones públicas Synes.Dio 1 (p.234).
2 combatir, luchar, batallar
a) milit.
παρέσχετε αὐτὴν (τὴν γῆν) εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς ἝλλησιTh.2.74, cf. Plu.2.253a, Sull.20,
ἐναγωνίσασθε προθύμως ὑπὲρ τοῦ πατρῴου νόμουLXX 4Ma.16.16, cf. Iul.Or.3.63d;
b) en la esfera de la lengua combatir, oponerse a c. dat.
ἐνηγώνισται ... αὐτοῖς (τοῖς ζητήμασι) ὁ ΛυκοῦργοςLib.Arg.D.24.10,
τοῖς περὶ τούτων εἰρημένοις ἡμῖνCyr.Al.Ep.Fest.8.2.7, cf. Gr.Nyss.Eun.3.3.40
•c. dat. instrum.
τοῖς ὑπὲρ τῆς πίστεως ἐναγωνιζόμενος συγγράμμασινcombatiendo por la fe con sus escritos Eus.HE 4.11.8;
c) afrontar, enfrentarse a
διαφόροις ... μαρτυρίοιςEus.HE 3.33.2.
3 entrar en liza, poner su empeño en, aplicarse a
(ἡ τύχη) ἐναγωνιζομένη τοῖς τῶν ἀνθρώπων βίοιςPlb.1.4.5,
Ἀντίοχος ... ἐνηγωνίζετο τῷ κατὰ τὸ δεξιὸν κέρας προτερήματιPlb.5.85.7,
αἱ ἐκείνων (ψυχῶν) ἀδυναμίαι οὐ δυνηθεῖσαι καλῶς ἐναγωνίσασθαιPlot.3.2.5.