ἐμφυτεύω


I 1bot. plantar vegetales τὰ φυτά IG 12(7).62.34 (Amorgos IV a.C.), ἀμπέλους D.Chr.7.27, cf. IPhilippi 544.17 (II d.C.), ἐλᾴδια Alciphr.2.10.1, τὰ σπέρματα Gp.12.19.3, en v. pas., Plu.2.640e, παρὰ δὲ ταῖς] ἐνφυτευομέναις ἀμπέλοις ἐν τοῖς ... πλ[έθροις IEphesos 3803d.7 (IV d.C.)
fig. c. dat. ἃ ... ἀπεφήνατο κάλλιστα, ταῦτα τοῖς σεμνοῖς κήποις ἐμφυτεύσας Heraclit.All.79, c. giro prep. ἐν τῇ ψυχῇ παράδεισον ἀρετῶν Ph.1.335, ἐν αὐτῷ τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου πνεύματος Mac.Aeg.Hom.56.2, en v. pas. c. dat. ψυχῆς ἄνθος ἐμπεφυτευμένον σώματι καλῷ Max.Tyr.19.2, ῥόδον δὲ ἐμπεφυτεῦσθαι ταῖς παρειαῖς Ach.Tat.5.13.1, c. giro prep. ἐνεφυτεύθη ... τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῇ γῇ Cyr.H.Catech.13.35.

2 bot. injertar c. dat. τῷ κοτίνῳ ἥμερον (ἐλαίαν) Poll.1.241, en v. pas. τὸ ἐμφυτευόμενον rama injertada en el patrón, e.e., injerto Thphr.CP 1.6.1, 2.14.4, c. giro prep. οὐδ' ἐὰν ἐμφυτευθῶσιν εἰς συκῆν (οἱ ἐρινεοί) Thphr.HP 4.14.4, ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D.S.5.16.

3 fig. establecer, implantar τυράννους Plb.9.29.6, τὴν αὑτῶν φιλαργυρίαν καὶ μικρολογίαν Plu.2.526c, ὁμόνοιαν Lib.Enc.7.3, c. dat. μονάρχους ... τοῖς Ἕλλησι Plb.2.41.10, τῷ πλάσματι τὴν ζωήν Gr.Nyss.Or.Catech.22.15, ἁρμονίαν ... τοῖς μαθηταῖς Eun.VS 481, τὴν ἐλπίδα Cyr.Al.M.70.1108C, en v. pas. c. dat. ὁπότε δὴ σώμασιν ἐμφυτευθεῖεν (αἱ ψυχαί) Pl.Ti.42a, τὰ πάθη ... ἡμῖν ἐνεφυτεύθη Chrys.M.61.563, c. giro prep. ὁ θεῖος νόμος ... ἐν καρδίαις σαρκίναις ἐμπεφυτευμένος Mac.Aeg.Hom.25.1.

II jur.

1 ceder, arrendar en régimen de enfiteusis μόνοις εὐπόροις δεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐμφυτεύειν Cod.Iust.1.2.24.5, en v. pas. ἐμφυτευθὲν κτῆμα PMasp.298.17 (VI d.C.), cf. Iust.Nou.7.3.

2 en v. med. recibir en régimen de enfiteusis, Cod.Iust.1.2.24.5, PMasp.299.1.30 (VI d.C.).