ἐμφυλλισμός, -οῦ, ὁ
bot. injerto de lado, lateral e.e. entre el tronco y la corteza
τὸ κίτριον μόλις δέχεται ἐμφυλλισμόν, ὡς λεπτόφλοιονGp.10.76.7,
op. ἐγκεντρισμός ‘injerto en el interior’ del troncoGp.10.75.3, 76.7
•injerto por aproximación
δεῖ πρὸ τοῦ ἐγκεντρισμοῦ πάσσαλον παραπῆξαι τοῦ διάσειστον κρατεῖν τὸ ἐγκεντρισθέν. καλεῖται δὲ τοῦτο ἐ.Anecd.Plant.2.2.