ἐμφρακτικός, -ή, -όν
medic. que provoca obstrucción, obstructor
ῥεῦμαde los fluidos corporales, Hp.Acut.Sp.9,
οἱ λιπαροὶ φοίνικεςAët.2.261,
φάρμακονGal.12.700,
op. ἐκφρακτικόςGal.11.711, c. gen. obj.
σπλάγχνων ἐμφρακτικάGal.6.342, cf. 6.492,
ἥπατοςGal.6.687, cf. Aët.2.97,
τῶν πόρωνGal.11.529.