ἐμφοιτάω


penetrar, introducirse en c. dat. πῶς ... πνεῦμα θεῖον δύναται ἐμφοιτῆσαι τῇ αἰσθήσει; Pall.Gent.Ind.2.45, c. εἰς: κόλλυβός τις ἐνπεφοίτηκεν εἰς [τὴν ἀγοράν IMylasa 605.50 (III d.C.).