ἐμφλοιοσπέρματος, -ον
bot. de semilla rodeada de tegumento n. de una subespecie vegetal
πάντα δὴ (τὰ λαχανώδη) ἐλλοβοσπέρματα ἢ ... ἐμφλοιοσπέρματαThphr.HP 7.3.2, cf. 3.
πάντα δὴ (τὰ λαχανώδη) ἐλλοβοσπέρματα ἢ ... ἐμφλοιοσπέρματαThphr.HP 7.3.2, cf. 3.