< ἐμφιλοσοφέω
ἐμφιλόσοφος >
ἐμφιλοσόφημα
,
-ματος, τό
objeto de meditación
o
estudio
νοσοκομίαι καὶ ἰατρεῖαι, τὸ κοινὸν ἡμῶν ἐ.
Gr.Naz.M.36.576C.