< ἐμπυρακτέω
ἐμπύρευμα >
ἐμπύρετος
,
-ον
enfebrecido
,
calenturiento
de pers., Alex.Trall.2.167.4,
ἐμπύρετοί εἰσιν καὶ σχεδὸν ἄφωνοι
Philum. en Aët.16.23.