ἐμπύησις, -εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Coac.18; plu. ac. ἐμπυήσιας Hp.Prog.7]
medic. supuración, empiesis Hp.Prog.7, Aph.5.65,
ἐ. δακρύων δακνωδέωνHp.Liqu.6,
ἐ. πλεύμονοςHp.Coac.18, cf. Aret.CA 1.7.5,
ἡ κατὰ τὰς ἐμπυήσεις ἑπομένη (ἀλλοίωσις)Gal.11.724.