ἐμπήγνυμι
• Morfología: [dór. aor. ind. 3a plu. ἐνέπαξαν Pi.P.2.91]


I tr. en v. act.

1 gener. de obj. punzantes clavar c. dat. de lugar μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξε Il.5.40, σκώλους ὀφθαλμοῖσι Call.Fr.368, c. εἰς y ac. εἰς τὴν γῆν ... κάρφος Arist.Pr.889b1, τὰ πινάκια ... εἰς τὴν κανονίδα Arist.Ath.64.2, πάσσαλον εἰς τὰς ῥίζας Gp.9.10.7
fig. ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ infligieron una herida dolorosa en su propio corazón Pi.P.l.c., Ἔρως ἐνέπηξεν ὀδόντα εἰς ἐμέ AP 5.266 (Paul.Sil.), cf. 11.374 (Maced.).

2 meter, insertar ἐς μὲν τὴν καταγλυφὴν ... ξύλον ἐμπηγνύναι Hp.Art.72, ταρσοῖς τοὺς τυρούς Longus 3.33.2.

3 bot. plantar βλάστας τάφροις Nic.Fr.74.10.

II intr. en v. med.-pas. y perf. act.

1 clavarse c. dat. λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι' ὀστέων Ar.Ach.1226, ἔν τί σοι παγήσεται algo se te clavará Ar.V.437 (tm.), ταῖς σανίσι τῶν καταστρωμάτων ἐμπαγέντες οἱ κόρακες Plb.1.22.9, τῷ γόνατι Χείρωνος ἐμπήγνυται (τό βέλος) en la rodilla de Quirón se clava (la flecha) Apollod.2.5.4, fig. ταῖς ἑαυτῶν περιουσίαις ἐμπηγνύμενοι Iust.Nou.98 proem., c. εἰς y ac. τοῦτο ... ἐμπήγνυσθαι εἰς τὸ μηχάνημα Aen.Tact.33.2, ἐνεπάγησαν εἰς γῆν πῦλαι sus puertas se hundieron en la tierra LXX La.2.8, c. otras prep. ἐπ' αὐτῶν (συγκυπτῶν) δοκὸς ἐμπήγνυται Ath.Mech.22.7, ἐκ πλαγίων τῶν κανόνων ... τύλος ἐμπήγνυται Hero Dioptr.5, τῶν τριβόλων ἐμπηγνυμένων ἐν τοῖς ποσὶ τῶν ἵππων Polyaen.1.39.2.

2 gener. en perf. estar clavado ἐμπεπήγασι τῷ οὐρανῷ οἱ ἀστέρες Ach.Tat.Intr.Arat.21.10, ὀρθοὶ καὶ οἱ ὄζοι καὶ οἱ κλάδοι ὥσπερ ἐμπεπηγότες Thphr.HP 1.8.3
fig. ἐμπέπηγα τῷ διακονεῖν Diph.42.25.

3 hundirse ἐνέπαγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ me he hundido en el fango del fondo LXX Ps.68.3, cf. 15.