< ἐμπυροειδής
ἔμπῠρος >
ἐμπυρόμαντις
,
-εως, ὁ
adivino mediante el fuego
,
piromante
οἰωνοσκόποι καὶ ἐμπυρομάντεις
Cyr.Al.M.76.804B.