ἐμπτύω


escupir a o en c. εἰς y ac. ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι (los persas), Hdt.1.138, εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25, καλῆς λοπάδος ὄψου παρατεθείσης ... ἐνέπτυσεν εἰς αὐτήν Ath.345c, c. dat. γενομένων τῶν νεοττῶν ὁ ἄρρην ἐμπτύει αὐτοῖς ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.347, frec. como signo de desprecio, c. εἰς y ac. de pers. o partes de su cuerpo τίς οὐκ ἀπαντῶσα ἔς μευ δικαίως τὸ πρόσωπον ἐμπτύοι; Herod.5.76, cf. PEnteux.79.7 (III a.C.), LXX Nu.12.14, Eu.Matt.26.67, Plu.2.189a, εἰς αὐτόν Eu.Matt.27.30, c. dat. ἐμπτύσουσιν αὐτῷ Eu.Marc.10.34
en v. pas. νομοθέτην παρὰ τῶν ὑπευθύνων ... ἐμπτυόμενον Hsch.H.Hom.14.11.16, cf. Muson.10 (p.76)
en v. med. mismo sent. εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ LXX De.25.9.