< ἐμπλήγδην
ἔμπληγος >
ἐμπληγής
,
-ές
• Morfología:
[plu. nom. ἐμπλεγέες Nic.
Al
.159]
loco
οἱ μέν τ' ἀφροσύνῃ ἐμπλεγέες
Nic.l.c.