ἐμπετάννυμι
1 desplegar, extender
βύρσας νεοδόρους βοῶνI.BI 3.173, en v. pas.
(διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντοrieles sobre los que se desplegaban cortinajes Callix.1 (p.165.3),
τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθένStr.3.4.16
•fig.
οὐδὲ ποτ[έ σφ]ιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰώ[νHymn.Is.22 (Andros).
2 c. dat. instrum. cubrir, recubrir
ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντεςLuc.Asin.42, en v. pas.
τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσιmuros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro Socr.Rhod.1.