< ἐμπεριτίθεμαι
ἐμπεριτρέχω >
ἐμπερίτομος
,
-ον
circunciso
,
Clem.Contest
.1.1 (p.3),
ὁ σωτήρ
Hippol.
Antichr
.6,
οἱ ἐπίσκοποι
Epiph.Const.
Haer
.70.9.9.