ἐμπερίληψις, -εως, ἡ
1 confinamiento, cerco
τοῦ πυρόςArist.Mete.369b19,
τοῦ φωτόςEpicur.Ep.[3] 101,
τοῦ ἀέροςClem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación
χρόνων ἀξιολόγωνD.H.Dem.38.1.
τοῦ πυρόςArist.Mete.369b19,
τοῦ φωτόςEpicur.Ep.[3] 101,
τοῦ ἀέροςClem.Al.Paed.1.6.40.
χρόνων ἀξιολόγωνD.H.Dem.38.1.