< ἐμπεριφέρομαι
ἐμπεριχέομαι >
ἐμπεριχαρής
,
-ές
que se regocija
,
feliz
ἐμπεριχαρεῖς ἦσαν ... τῇ τοῦ Θεοῦ δωρεᾷ
Gr.Nyss.M.46.565D, cf. Ephr.Syr.
Abr.et Is
.2.313C.