< ἐμπερινοέω
ἐμπερίοδος >
ἐμπερινοστέω
recorrer
,
investigar
Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην
Pall.
V.Chrys
.12.304, cf. 5.140, 16.202.