< ἐμπεριλαμβάνω
ἐμπεριληπτικός >
ἐμπεριλείπομαι
quedar alrededor
μόνον τὸ ἐπιφαινόμενον τοῦ χρωτὸς ἐμπεριλείπεται μετὰ τῶν ὀστῶν
Eust.1797.6.