< ἐμπερικλείω
ἐμπεριλαμβάνω >
ἐμπερικρατέω
dominar
,
mandar
ὁ πάντα ἐμπερικρατῶν τῇ γνωστικῇ δυνάμει
el que domina todo con su poder espiritual
Gr.Nyss.M.45.37B.