ἐμπεριεκτικός, -ή, -όν
que contiene, de abstr. capaz de abarcar, comprehensivo gener. c. gen.
οἱ γὰρ ὅροι τῶν γενικῶν ἐμπεριεκτικοί εἰσιν, οὐ μὴν τῶν ἰδικῶνpues las definiciones son comprensivas de lo general, no de lo particular A.D.Pron.4.7, cf. Clem.Al.Strom.8.6.17,
τὰ γοῦν πληθυντικὰ τοῦ πρώτου προσώπου ἐμπεριεκτικὰ δύναται εἶναιA.D.Pron.19.9,
δύναμις ... ἐ. τῶν πάντωνIren.Lugd.Haer.1.12.4,
τῶν ὄντων ἐ. φύσιςGr.Nyss.Eun.1.368,
ἐ. ... δικαιοσύνη καὶ τῶν ἄλλων πασῶν ἀρετῶνAth.Al.M.28.984A, abs. Gr.Naz.M.36.361C
•gram., subst. neutr. colectivo
παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται, τὸ ἱππώνa partir de «caballos» se forma un colectivo «caballada» A.D.Synt.231.4.