< ἐμπεριδράσσομαι
ἐμπεριείργω >
ἐμπεριειλέω
envolver
en v. pas.
ῥίζα ... ἐμπεριειλουμένη τοῖς πλησιάζουσι θάμνοις
Orib.12.
π
.10.