ἐμπεριβάλλω
1 envolver, fig. involucrar, sumir c. dat.
τὰ]ς οἰκείας πόλεις κα[κοῖς ἐμ]περιβάλλουσιPhld.Elect.8.10.
2 ret., en el discurso desarrollar, dar mayor amplitud, expandir
τὰ νοήματαAristid.Rh.2.18.
τὰ]ς οἰκείας πόλεις κα[κοῖς ἐμ]περιβάλλουσιPhld.Elect.8.10.
τὰ νοήματαAristid.Rh.2.18.