< Ἐμπέραμος
ἐμπερής >
ἐμπερατόω
limitar
en v. pas.
(νόημα) τῇ ἀπειρίᾳ τοῦ τὸ πᾶν περιέχοντος ... ἐμπερατούμενον
Gr.Nyss.
Eun
.2.461.