< ἐμπέλιος
ἐμπέπτας >
ἐμπεπαίνομαι
madurar en
c. dat.
τῇ κεφαλῇ τοῦ ἀσταχύος ὁ καρπός ἐμπεπαίνεται
Gr.Nyss.
Mort
.49.13.