< ἐμπείραμος
ἐμπειρία >
ἐμπειρέω
ser experto
,
conocedor
c. gen.
τῆς χώρας
Plb.3.78.6, cf. 8.15.4,
τῆς ὁδοῦ
LXX
To
.5.4S.