ἐμπεδής, -ές
I fijado al suelo con firmeza, estable de Hades Trag.Adesp.208.
II adv. -έως, -ῶς
1 invariablemente
τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθοςCarm.Conu.22.
2 sin interrupción
ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶςPlb.2.19.1.
τωὐτὸν ἔχουσ' ἐ. ἔθοςCarm.Conu.22.
ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐμπεδῶςPlb.2.19.1.